πολυκατάστημα

πολυκατάστημα
το, Ν
μεγάλο κατάστημα λειανικής πώλησης ευρείας ποικιλίας αγαθών, όπως γυναικείων, παιδικών και ανδρικών ενδυμάτων, ειδών εξοπλισμού νοικοκυριού, επίπλων, τροφίμων κ.ά. προϊόντων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυκατάστημα — το μεγάλο κατάστημα στο οποίο πωλούνται ποικίλα προϊόντα ή το οποίο επιμερίζεται σε πολλά καταστήματα/τμήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Periptero — in Georgioupoli/Kreta Periptero …   Deutsch Wikipedia

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • σουπερμάρκετ — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) το πολυκατάστημα, κατάστημα λειανικής πώλησης ευρείας ποικιλίας αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. supermarket «υπεραγορά»] …   Dictionary of Greek

  • διευθύνω — διεύθυνα, διευθύνθηκα 1. διοικώ: Διευθύνει το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης. 2. στέλνω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Διεύθυνε το βέλος στο στόχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”